σιγοβρέχω

σιγοβρέχω
Ν
(κυρίως ως τριτοπρόσ.) σιγοβρέχει
βρέχει σιγά σιγά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”